εξημμένος — η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. τού εξάπτω* (II)) 1. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση έξαψης, ο εξοργισμένος 2. αυτός που εύκολα εξάπτεται, ο ευέξαπτος 3. ο γεμάτος έπαρση … Dictionary of Greek
εξάπτομαι — εξάπτομαι, (εξάφθηκα), εξημμένος βλ. πίν. 12 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής