ἐξημμένος

ἐξημμένος
ἐξάπτω
fasten from
perf part mp masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξημμένος — η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. τού εξάπτω* (II)) 1. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση έξαψης, ο εξοργισμένος 2. αυτός που εύκολα εξάπτεται, ο ευέξαπτος 3. ο γεμάτος έπαρση …   Dictionary of Greek

  • εξάπτομαι — εξάπτομαι, (εξάφθηκα), εξημμένος βλ. πίν. 12 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”